- ἑψάνδρα
- ἑψάνδρᾱ , ἑψάνδραcooking up menfem nom/voc/acc dualἑψάνδρᾱ , ἑψάνδραcooking up menfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εψάνδρα — ἑψάνδρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) (ως επίθ. τής Μήδειας) αυτή που βράζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψω «βράζω» + ανδρα (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. δαμασ άνδρα, καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek